κεμάς

κεμάς
κεμάς, -άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α)
μικρό, νεαρό ελάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kem- «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. *κέμος, με θ. σε -ο, αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. śama- «χωρίς κέρατα» (πρβλ. λίθος: λιθάς), είτε από θ. σε -m, οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hinta «ελαφίνα» (πρβλ. νίφ-α: νιφάς). Η συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας εμφανίζεται στο λιθουαν. šm-ulas «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμμάς με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τού -μ-. Ο τ. κεμφάς κατά τις ονομασίες ζώων σε -φος / -φας, πρβλ. γρομ-φάς.
ΠΑΡ. αρχ. κεμάδειον, κεμήλιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κεμαδοσσόος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεμάς — young deer fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμμάδες — κεμάς young deer fem nom/voc pl κεμμάς young deer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμμάδος — κεμάς young deer fem gen sg κεμμάς young deer fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμμάς — κεμάς young deer fem nom sg κεμμάς young deer fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμμάσιν — κεμάς young deer fem dat pl κεμμάς young deer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμάδα — κεμάς young deer fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμάδας — κεμάς young deer fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμάδες — κεμάς young deer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμάδεσσι — κεμάς young deer fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεμάδεσσιν — κεμάς young deer fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”